τηρήσω

τηρήσω
τηρέω
watch over
aor subj act 1st sg
τηρέω
watch over
fut ind act 1st sg
τηρέω
watch over
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εμβάλλω — (AM ἐμβάλλω) 1. βάζω, ρίχνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο 2. μπήγω, σφηνώνω 3. (για πλοίο) κάνω εμβολή νεοελλ. φρ. «εμβάλλω σε σκέψεις, σε ανησυχία κ.λπ.» προκαλώ σκέψεις, ανησυχίες κ.λπ. αρχ. Ι. 1. αφήνω κάτι να πέσει 2. ακουμπώ, τοποθετώ 3. προκαλώ τη …   Dictionary of Greek

  • όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”